- γραπτύς
- γραπτύς, η (Α) [γράφω]1. γρατζούνισμα2. πληθ. αἱ γραπτύεςτα έγγραφα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραπτῦς — γραπτύς scratching fem acc pl γραπτύς scratching fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτύς — γραπτύ̱ς , γραπτύς scratching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτύας — γραπτύς scratching fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτύες — γραπτύς scratching fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραπτύος — γραπτύς scratching fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
gerebh- — gerebh English meaning: to scratch, write Deutsche Übersetzung: “ritzen” and Verwandtes Material: 1. gerbh : Gk. γράφω “ scratch, carve, cut, mark by cutting or scratching, write “ (*gr̥bhō), γράμμα “alphabetic letter”, γραμμή… … Proto-Indo-European etymological dictionary